τεγκτός

τεγκτός
-ή, -ό / τεγκτός, -ή, -όν, ΝΑ [τέγγω]
νεοελλ.
μτφ. μαλακός, υποχωρητικός, ελαστικός
αρχ.
1. αυτός που μαλακώνει όταν βραχεί
2. (κατά τον Ησύχ.) «τεγκτούς
χρηστούς».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεγκτά — τεγκτός capable of being softened in water neut nom/voc/acc pl τεγκτά̱ , τεγκτός capable of being softened in water fem nom/voc/acc dual τεγκτά̱ , τεγκτός capable of being softened in water fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεγκτῶν — τεγκτός capable of being softened in water fem gen pl τεγκτός capable of being softened in water masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεγκτόν — τεγκτός capable of being softened in water masc acc sg τεγκτός capable of being softened in water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεγκτοῦ — τεγκτός capable of being softened in water masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεγκτούς — τεγκτός capable of being softened in water masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτεγκτος — η, ο (AM ἄτεγκτος, ον) (για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος νεοελλ. ανεπηρέαστος αρχ. αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμότεγκτος — ὀφθαλμότεγκτος, ον (Α) αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”